- καλύπτῃς
- καλύπτηςtilemasc dat pl (epic)καλύπτωoc-culopres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλύπτης — καλύπτης, ὁ (Α) [καλύπτω] 1. (γλώσσα) 1. κεραμίδι 2. πάπ. αυτός που καλύπτει, αυτός που αποκρύπτει κάτι … Dictionary of Greek
καλύπτης — tile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυπτῆς — καλυπτός covered fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτου — καλύπτης tile masc gen sg καλύπτω oc culo pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) καλύπτω oc culo imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτω — καλύπτης tile masc gen sg (attic epic ionic) καλύπτω oc culo pres subj act 1st sg καλύπτω oc culo pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτῃ — καλύπτης tile masc dat sg (attic epic ionic) καλύπτω oc culo pres subj mp 2nd sg καλύπτω oc culo pres ind mp 2nd sg καλύπτω oc culo pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek